τσακ

τσακ
το
(άκλ.), η επίκαιρη, η κατάλληλη στιγμή: Ήρθε η αστυνομία πάνω στο τσακ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσακ — το, Ν άκλ. φρ. «στο τσακ» α) την τελευταία στιγμή β) την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • Μπέρι, Τσακ — (Charles Edward Anderson «Chuck» Berry, Σαν Χοσέ, Καλιφόρνια 1926 ). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, κιθαρίστας, τραγουδιστής, ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους του ροκ εν ρολ στην δεκαετία του ’50. Η οικογένειά του μετακόμισε νωρίς στο Σαιντ …   Dictionary of Greek

  • τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Τλάλοκ — Μεξικανός προαζτεκικός θεός, που αντιστοιχεί με τον θεό Τσακ των Μάγια. Τόσο ο Τ. όσο και ο Τσακ θεωρούνταν ως ένας και ως τέσσερις (σε σχέση με τα 4 σημεία του ορίζοντα). Ο Τ. ήταν βασικά θεός της βροχής, που έμελλε να διοικήσει τον τρίτο από… …   Dictionary of Greek

  • πεσωμός — και πεσομός, ο, Ν πτώση, πέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω, κατά τα αρσ. σε ωμός (πρβλ. τσακ ωμός, ξεσηκ ωμός)] …   Dictionary of Greek

  • τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Τζέρι Λι — (Jerry Lee Lewis, Λουιζιάνα 1935 –). Αμερικανός μουσικός. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του ροκ εν ρολ, μαζί με τους Τσακ Μπέρι, Λιτλ Ρίτσαρντ, Μπιλ Χάλεϊ και Έλβις Πρίσλεϊ. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία 8 ετών και το 1956… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”